- ἀποδεδειγμένος
- ἀποδείκνυμιpoint away fromperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποδεδειγμένος — η, ο (AM ἀποδεδειγμένος, η, ον) βλ. αποδεικνύω … Dictionary of Greek
αποδεικνύω — κ. αποδείχνω (AM ἀποδεικνύω κ. δείκνυμι) 1. παρέχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω ή να τεκμηριώσω ισχυρισμό, υπόθεση, γνώμη 2. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω αρχ. Ι. 1. παρουσιάζω 2. υπολογίζω 3. δημοσιεύω νόμο 4. ορίζω, καθορίζω 5. προσφέρω, παρέχω 6 … Dictionary of Greek
αφάνεια — Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα … Dictionary of Greek
εμμάρτυρος — η, ο (Α ἐμμάρτυρος, ον) νεοελλ. (για δίκη) που γίνεται με μάρτυρες αρχ. αποδεδειγμένος με μάρτυρες ή μαρτυρίες … Dictionary of Greek
εναπόδεικτος — ἐναπόδεικτος, ον (Α) αυτός που γίνεται φανερός με αποδείξεις, αποδεδειγμένος, σαφής, φανερός, εναργής («τὰς ἐναποδείκτους τοῡ δεσπότου φωνάς», Αθανάσ.). επίρρ... ἐναποδείκτως αποδεδειγμένως, σαφώς, φανερά … Dictionary of Greek
συνθεώρητος — ον, Α [συνθεωρῶ] πλήρως αποδεδειγμένος από τη θεωρία … Dictionary of Greek
αποδεικνύομαι — αποδεικνύομαι, αποδείχθηκα και αποδείχτηκα, απο(δε)δειγμένος βλ. πίν. 88 και πρβλ. αποδείχνομαι Σημειώσεις: αποδεικνύομαι : η λόγια μτχ. αποδεδειγμένος κυρίως σε εκφράσεις όπως είναι αποδεδειγμένο ότι... (για τρόπο συμπεριφοράς, φαινόμενο κτλ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής